ἐπικρατοῦντα

ἐπικρατοῦντα
ἐπικρατέω
rule over
pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἐπικρατέω
rule over
pres part act masc acc sg (attic epic doric)
ἐπικρατέω
rule over
pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἐπικρατέω
rule over
pres part act masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολογικός — ή, ό (Α μετεωρολογικός, ή, όν) [μετεωρολόγος] (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο νεοελλ. α) «μετεωρολογικός σταθμός» ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών… …   Dictionary of Greek

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • παλιμβορέας — παλιμβορέας, ὁ (Α) άνεμος που πνέει αντίθετα προς τον επικρατούντα βόρειο άνεμο («καὶ ὑπ αὐτοὺς τοὺς ἐτησίας ἀντίπνοιαι γίνονται τῷ βορέᾳ διὰ τὴν περίκλασιν... οὕς δὴ καλοῡσι παλιμβορέας», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βορέας] …   Dictionary of Greek

  • σύρτις — Ονομασία δύο αβαθών κόλπων της Λιβυκής θάλασσας, που σχηματίζονται από τις ακτές της Λιβύης και της Τυνησίας. 1. Μεγάλη Σ. Σχηματίζεται από τις νοτιοανατολικές ακτές της Τυνησίας και της Τριπολίτιδας, έχει άνοιγμα 216 χλμ. και βάθος 97 χλμ. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Γκέλνερ, Έρνεστ — (Ernest Gellner, Παρίσι 1925 – Πράγα 1995). Βρετανός φιλόσοφος, ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος, τσεχικής καταγωγής. Γεννήθηκε από Τσέχους γονείς στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε στην Πράγα, στην οποία πέρασε και τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το 1939 …   Dictionary of Greek

  • δομίτης — Λευκό πέτρωμα που ανήκει στην οικογένεια των τραχειτών και περιέχει κυρίως κρυστάλλους σανιδίνου, ανορθοκλάστου και πλαγιοκλάστων. Οι δ. είναι πλούσιοι σε τριδυμίτη και η μάζα τους είναι εύθρυπτη. Ανάλογα με τα επικρατούντα συστατικά τους… …   Dictionary of Greek

  • μελαγχρωματικός ή μελαγχρωστικός — Αυτός που έχει μαύρο χρώμα· ο όρος απαντάται κυρίως στην ιατρική, για την περιγραφή συμπτωμάτων ή παθήσεων. μελαγχρωματικός σπίλος. Σαφώς περιγραμμένη βλάβη του δέρματος, με χροιά από καφέ έως μαύρη, καθώς και από μορφή που ποικίλλει από ομαλή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”